- ευχαριστία
- η (ΑΜ εὐχαριστία και εὐχαριστεία)1. συναίσθηση οφειλόμενης χάρης, έκφραση ευγνωμοσύνης, ευγνωμοσύνη2. ευχαριστήρια δέηση, δοξολογία3. φρ. α) «θεία ευχαριστία» — η θεία μετάληψη, το μυστήριο τής μετουσιώσεως τού άρτου και τού οίνου σε αίμα και σώμα κατά την ορθόδοξη χριστιανική διδασκαλίαβ) «έχω ευχαριστία» — χρωστώ χάρη σε κάποιον ή νιώθω ευγνωμοσύνη για κάτι4. ευχαριστήρια προσφοράμσν.1. ευχαρίστηση, ικανοποίηση2. χαρά, απόλαυσηαρχ.απονομή ή απόδοση δικαιοσύνης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευχαριστώ (< ευχάριστος)].
Dictionary of Greek. 2013.